Από κοινωνιολογικής πλευράς
Χρόνια τώρα διαβάζω στα διάφορα έντυπα, άρθρα που αναφέρουν την ιστορική εξέλιξη του κυνηγίου, ως μία ασχολία που μέχρι πριν μερικές δεκαετίες πήγαζε και οφείλονταν καθαρά στην ανάγκη του ανθρώπου για την εξασφάλιση του επιούσιου.
Η βασική λογική στην οποία στηρίζουν οι πολέμιοι του κυνηγίου, την αντικυνηγετική τους εκστρατεία, είναι η "διαπίστωση" ότι το κυνήγι πρέπει να απαγορευτεί, αφού ο "μοναδικός" λόγος που εξασκούταν στο παρελθόν, ήταν η ανάγκη εξασφάλισης της τροφής, οπότε σήμερα που μπορούμε να βρούμε τη τροφή μας διαφορετικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κυνηγάμε. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι στην αρχαία Αθήνα επιτρέπονταν να κυνηγούν μόνο οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες; Αυτοί δηλαδή που έτσι κι αλλιώς είχαν εξασφαλισμένη τη τροφή τους. Στην αρχαία Σπάρτη, κυνηγούσαν αντίστοιχα μόνο οι Σπαρτιάτες πολίτες. Οι σκλάβοι, δεν είχαν το δικαίωμα να κυνηγούν.
Ο Ξενοφώντας στα περίφημα κείμενά του με τα οποία προτρέπει τους νέους να ασχοληθούν με το κυνήγι, παρότι αναφέρει πολλούς λόγους για τους οποίους είναι χρήσιμο ένας νέος να γίνει κυνηγός, πουθενά δεν αναφέρει την ανάγκη εξασφάλισης τροφής. Στη δε διάσημη τοιχογραφία αναπαράστασης κυνηγιού επάνω από την είσοδο του τάφου του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου, απεικονίζεται ο γιος του, Μέγας Αλέξανδρος, με τη παρέα του σε κυνηγετικές στιγμές. Δε νομίζω να πιστεύει κανείς ότι ο Αλέξανδρος ή οι φίλοι του, είχαν την ανάγκη να κυνηγήσουν για να βρουν φαγητό.
Και εάν νομίζετε ότι μόνο στην Ελλάδα συνέβαιναν αυτά, τότε θυμηθείτε την Αγγλία, τη για πολλούς πατρίδα της σύγχρονης κυνηγετικής παιδείας. Στη Μεγάλη Βρετανία, το κυνήγι ήταν κατ' εξοχήν προνόμιο των ευγενών και των πλουσίων. Άλλωστε στην Αγγλία, δικαίωμα να κυνηγήσουν σε μία περιοχή είχαν αλλά και έχουν, μόνο οι πλούσιοι φεουδάρχες ιδιοκτήτες και οι φίλοι τους. Η έκφραση "poacher", (λαθροθήρας), ανακαλύφθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, και αποδίδεται στους φτωχούς που κυνηγούσαν κρυφά στις εκτάσεις των ευγενών και για πολλά χρόνια, η λαθροθηρία, που πήγαζε αποκλειστικά και μόνο από την ανάγκη εξασφάλισης τροφής, τιμωρούνταν με θάνατο.
Είναι βέβαιο ότι το κυνήγι χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μέσο εύρεσης τροφής. Όπως όμως οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι σήμερα δεν εξασκείται αποκλειστικά λόγο της ανάγκης εξασφάλισης τροφής, έτσι πρέπει και να αναγνωρίσουμε ότι ούτε στο παρελθόν ο μόνος λόγος εξάσκησής του ήταν η ανάγκη εξασφάλισης τροφής.
Το αρχέτυπο του κυνηγού, βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο υπό τη μορφή ενστίκτου. Ένα αντίστοιχο ένστικτο που υπάρχει μέσα στο DNA όλων μας είναι και το ερωτικό. Αυτό που μας ωθεί να θέλουμε να κάνουμε σεξ. Ο πολιτισμός μας, έχει απόλυτα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν σεξ για απόλαυση και εφόσον βέβαια έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προφυλάξεις έτσι ώστε να μην οδηγηθούν σε ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες ή αρρώστιες. Εκείνοι που σήμερα επιμένουν ότι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έρθει ένα ζευγάρι σε ερωτική επαφή, είναι η επιθυμία και δυνατότητα τεκνοποίησης, χαρακτηρίζονται ως "γραφικοί". Εφόσον όμως οι επιστήμονες λένε ότι το κυνήγι και το σεξ είναι ένστικτα που ζουν μέσα μας, τότε γιατί η κοινωνία αρνείται το δικαίωμα της άσκησης της κυνηγετικής δραστηριότητας εφόσον βέβαια έχουν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις ότι τα θηράματα δεν οδηγούνται λόγο αυτής της δραστηριότητας σε εξαφάνιση;
Εάν θέλουμε να αναζητήσουμε μία εξήγηση για την άδικη αυτή αντιμετώπιση της κοινωνίας απέναντι στο κυνήγι, θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από τους κυνηγούς και τους κάθε φύσεως οικολόγους και να προσεγγίσουμε το θέμα κοινωνιολογικά. Το κοινωνιολογικό λοιπόν ερώτημα είναι: "τι είναι αυτό που κάνει να φαντάζει το κυνήγι ως ανήθικο σπορ στα μάτια του σύγχρονου "πολιτισμένου" κόσμου". Εάν αναζητήσουμε τις ρίζες του επιθέτου "ηθικός", θα δούμε ότι η λέξη ήθος ή έθος, είναι αυτό που είθισται, το έθιμο δηλαδή. Η κοινωνία, θεωρεί ηθική, μία διαδικασία η οποία επαναλαμβάνεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά γίνεται συνήθειο, δηλαδή έθιμο.
Το να πλενόμαστε είναι και αποδεκτή αλλά και επιβεβλημένη συνήθεια. Στο πρόσφατο όμως παρελθόν, μία γυναίκα που πλένονταν, κινούσε τις υποψίες και χαρακτηρίζονταν ως παστρικιά, (ελευθέρων ηθών). Όσο περίεργο και να μας φαίνεται σήμερα, το μπάνιο, ήταν άγνωστο για τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες της αναγέννησης, οι γιατροί μάλιστα συνιστούσαν να αποφεύγεται. Όταν ένας ευγενής άνδρας στη Γαλλία προτιμούσε να μη φορέσει περούκα αλλά να κρατήσει τα δικά του μαλλιά και να μη τα ξυρίζει, τότε θεωρείτο ότι με την ανήθικη αυτή συμπεριφορά του, προσέβαλε την κοινωνία. Όταν δε, ο Τσάρος Πέτρος ανέλαβε τη διοίκηση της Ρωσικής αυτοκρατορίας, επέβαλε στους ευγενείς το παραπάνω συνήθειο, ως ένδειξη εξευρωπαϊσμού. Σήμερα, οι άνδρες που θα κυκλοφορούσαν με μακριές περούκες στο δρόμο, εύκολα θα χαρακτηρίζονταν ανήθικοι.
Μία μητέρα στην Αμερική, μήνυσε τη γνωστή αλυσίδα εστιατορίων McDonalds για το ποσό των 100.000 δολαρίων, γιατί από λάθος βρέθηκε ένα τηγανισμένο κεφάλι κότας στη μερίδα κοτόπουλα πανέ που είχε παραγγείλει για τα παιδιά της! Όσο απίστευτο και να ακούγεται, το ποσό των 100.000 δολαρίων, θεωρήθηκε λογικό για να καλύψει τα έξοδα της ηθικής και ψυχολογικής αποκατάστασης του μικρού παιδιού που από λάθος κάποιου εργαζόμενου, έτυχε να δει το κομμένο κεφάλι μίας κότας που έτσι κι αλλιώς θα έτρωγε...
Όταν ήμουν μικρό παιδί και πήγαινα τα καλοκαίρια στο χωριό, έβλεπα τα ξαδέρφια μου να σφάζουνε τις κότες που θα μαγείρευαν στη συνέχεια η μητέρα μου και οι θείες μου και έκλαιγα για ημέρες, τα ξαδέρφια μου που δε μπορούσαν να καταλάβουν τη συμπεριφορά μου αυτή, με φώναζαν βουτυρόπαιδο. Το να σφάζουν τα νεαρά αγόρια τις κότες, και να βοηθούν τους μεγαλύτερους, στη σφαγή των αρνιών και γουρουνιών, ήταν στη Κρήτη ένα έθιμο που φανέρωνε το θάρρος και τη λεβεντιά τους.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο βασικός λόγος που η πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν ασχολούνται με το κυνήγι, αντί απλά να αδιαφορούν, το αποστρέφονται, είναι ότι το κυνήγι στις μέρες μας έχει πάψει να είναι ένα πατροπαράδοτο έθιμο του λαού μας. Το ψάρεμα αντίθετα, που δεν είναι τίποτε άλλο από θαλάσσιο κυνήγι, παρότι δε θα έπρεπε να διαφέρει στην εκτίμηση του λαού, εξακολουθεί να χαίρει της αποδοχής των Ελλήνων.
Η εποχή που εάν κάποιος δεν ήταν καλός κυνηγός, δεν λογίζονταν και σαν παλικάρι, ή η εποχή που τις κοκκινοσκουφίτσες τις έσωζε από τα δόντια του κακού λύκου ο γενναίος κυνηγός, έχει παρέλθει. Είναι επιτακτική ανάγκη να καταλάβουμε όλοι μας ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει το κυνήγι στη χώρα μας, είναι ένας. Να ξαναγίνει η κυνηγετική δραστηριότητα, μία από τις πολλές πατροπαράδοτες συνήθειες του λαού.
Η φιλοθηραματική πολιτική, η ιδιοαστυνόμευση, η ανάπλαση βιοτόπων, είναι όλες χρήσιμες και επιβεβλημένες μέθοδοι εξασφάλισης θηράματος για τις επόμενες γενιές. Δεν είναι όμως ικανές να αλλάξουν την αποστροφή του κόσμου στο "περίεργο" αυτό και "ασυνήθιστα βάρβαρο" για αυτούς, σπορ. Ο κόσμος πρέπει να αρχίσει να ακούει και πάλι τις λέξεις "κυνήγι" και "κυνηγός" όσο πιο συχνά γίνεται σε συνδυασμό με ευχάριστες και αποδεκτές έννοιες. Οι άνθρωποι του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης που έχουν τη τιμή να ανήκουν στην οικογένεια των κυνηγών, πρέπει να αρχίσουν να διαφημίζουν έμμεσα το κυνήγι:
- Ένα όμορφο και καλόκαρδο παλικάρι σε μία σειρά της τηλεόρασης, θα μπορούσε να "τυχαίνει" να είναι και κυνηγός και να χάνεται στα βουνά με τον αγαπημένο του σκύλο όταν ζητάει απομόνωση.
- Ένα άρθρο στην εφημερίδα που μιλάει για το κίνδυνο πυρκαγιάς σε δάσος από εμπρησμό, θα μπορούσε να αναφέρει ότι ως γνωστόν, οι πυρκαγιές στα δάση, κάθε χρόνο σταματούν με την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου, άλλωστε ποιος εμπρηστής τολμά να πάει στο δάσος, όταν υπάρχει περίπτωση να τον αντιληφθεί ένας ένοπλος κυνηγός που πιθανά να κυκλοφορεί δίπλα του;"
- Ένα ρεπορτάζ στη τηλεόραση για το μαράζωμα της επαρχίας και τη φυγή των κατοίκων της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα, θα μπορούσε να αναφέρει ότι "το χειμώνα οι κάτοικοι των ακριτικών χωριών έχουν για μόνη συντροφιά, παρηγοριά και ασφάλεια, τους κυνηγούς" ή ότι "ο βασικός λόγος που κρατά πλέον κάποιους νέους στα ακριτικά χωριά τους, είναι το κυνήγι".
Πρέπει σιγά - σιγά, το κυνήγι να επιστρέψει στη συνείδηση του κόσμου, ως μία παλικαρίσια ασχολία και αυτό θα γίνει κατά βάση με τη διαρκή άμεση αλλά και έμμεση διαφήμιση του κυνηγίου. Κάθε χρόνο, οι κυνηγοί ξοδεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια για τις κυνηγετικές τους άδειες. Ίσως η σημαντικότερη εισφορά που θα έπρεπε κάποια στιγμή να καθιερωθεί, θα ήταν ένα ποσό για τη διαφήμιση της κυνηγετικής δραστηριότητας στο υπόλοιπο κόσμο.
Και μη ξεχνάμε ότι, μόνο εάν το κυνήγι ξαναγίνει "έθιμο" θα ξαναγίνει και "ηθικό" στη συνείδηση του απλού πολίτη.
ΩΡΙΩΝ
Δημήτρης Χριστοδουλάκης