Η τσιγκουνιά
Το κυνήγι είναι μία μυστηριακή υπόθεση, σχεδιασμένη και πλασμένη από τον Θεό αποκλειστικά για τον άνδρα. Όταν ο Κύριος τιμωρούσε την Εύα και τον Αδάμ, γνώριζε καλά ότι διέπραττε αδικία. Γιατί, ναι μεν η Εύα τιμωρήθηκε δίκαια για τη πονηριά της και τη μεγαλομανία της, ο Αδάμ όμως γιατί τιμωρήθηκε;
Όσο καλά και να το ψάξουμε, στο τέλος θα καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα. Ο Αδάμ τιμωρήθηκε για την αφέλειά του και τσιγκουνιά του. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Ποτέ πριν δεν έδειξε δείγματα ασέβειας προς το Μεγαλοδύναμο, ούτε φαίνεται πουθενά να τον ενοχλούσε η ζωή στη φύση. Η Εύα από την άλλη, ποτέ δεν αγάπησε πραγματικά το Παράδεισο. Έκανε παρέες με φίδια και σχεδίαζε παράνομα μεγαλεία και πολυτέλειες. Βέβαια στο τέλος, το δάγκωσε το μήλο ο Αδάμ. Μωρέ το δάγκωσε και του έκατσε και στο λαιμό. Αλλά είναι φανερό ότι το έκανε από την ανυπέρβλητη αγάπη που έτρεφε για τη σύντροφό του. Από τη βλακώδη αγάπη του θα έλεγε κανείς.
Μα πέστε μου τώρα, είναι αυτός αρκετά πειστικός λόγος για να διωχθεί από τον Παράδεισο; Επειδή αγάπησε βλακωδώς; Εδώ ακόμη και στα κοσμικά δικαστήρια που όλοι αισιοδοξούμε και ευχόμαστε να είναι αυστηρότερα από το «Υπέρτατο», υπάρχει η «Απαλλαγή λόγω βλακείας». Γιατί τότε ο Κύριος δεν έδειξε λίγο οίκτο στον χαζό πλην τίμιο ερωτοχτυπημένο;
Και εδώ είναι που ερχόμαστε στο δεύτερο λόγο της τιμωρίας του μακρινού μας προγόνου. Τη «Τσιγκουνιά». Γιατί όπως και να το κάνουμε, η τσιγκουνιά του Αδάμ ήταν παροιμιώδης. Όλα τα καλά του Θεού είχε ο ευλογημένος, ζούσε σε ένα πραγματικό παράδεισο. Ήρθε λοιπόν ένα ωραίο πρωινό ο καλός Θεούλης και του είπε: «Αδάμ καλέ μου φίλε και αγαπημένο μου δημιούργημα, όπως καλά γνωρίζεις, εγώ όλα αυτά που βλέπεις γύρω σου, για σένα τα έφτιαξα. Άλλο κληρονόμο της Βασιλείας μου δεν όρισα. Σκέφτομαι λοιπόν να φτιάξω ένα ακόμη υπέροχο δημιούργημα, πλασμένο και προορισμένο για να σε συντροφεύει. Θα βάλω όλη τη μαεστρία μου, θεϊκή τέχνη και φινέτσα. Θα έχει την ομορφιά των νεραϊδών του δάσους, τη χάρη μιας πεταλούδας, τη δροσιά της πρωινής ανοιξιάτικης αύρας, τη γλυκύτητα των ωρίμων καρπών της φύσης. Θα είναι η Θεά του δάσους και πριγκίπισσα της καρδιάς σου. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα σου δοθεί δωρεάν. Θα σου κοστίσει κάτι.» «Τι σκέφτεσαι λοιπόν να δώσεις;»
Αντί λοιπόν ο Αδάμ να πει «Πάρε ότι θες. Ένα μάτι, ένα πόδι, ένα χέρι, πέντε δάχτυλα, όλα τα μαλλιά μου». Ο τσιγκούνης έδωσε ένα πλευρό! Έτσι ο Θεός που είναι μεν καλός αλλά είναι και τίμιος, έκανε τους υπολογισμούς του και τελικά έφτιαξε τη γυναίκα. Και έτσι ο Αδάμ πήρε ότι του άξιζε. Πήρε την Εύα και κράτησε όλα τα δάχτυλα του για να έχει να φασκελώνεται, του έμειναν και τα μαλλιά του για να έχει να τα τραβάει...
Έλα όμως που ο καλός Θεούλης που πέρα από δίκαιος, είναι και φιλεύσπλαχνος. Έτσι βλέποντας το σφάλμα του Αδάμ και γνωρίζοντας καλά τις αιτίες που τον οδήγησαν σε αυτό, αποφάσισε να κάνει μία μυστική συμφωνία μαζί του. Δεν ήταν η Εύα το τελευταίο δημιούργημα του Κυρίου. Το τελευταίο δημιούργημα του ήταν το Κυνήγι. Έφτιαξε λοιπόν το κυνηγετικό ένστικτο και την ώρα που οι πρωτόπλαστοι ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για να πάρουν τη «κάτω βόλτα», πλησίασε τον μέχρι τότε χορτοφάγο Αδάμ και φύσηξε στα ρουθούνια του το «Αρχέτυπο του κυνηγού». Όποτε λοιπόν ο Άνδρας αισθάνεται να τον πνίγει η σύγχρονη ζωή. Κάτι ξυπνάει μέσα του και μια αόρατη δύναμη τον οδηγεί στο δάσος που ποτέ δεν έπαψε να νοιώθει σα το σπίτι του. Παίρνει το όπλο του και τον αγαπημένο σκύλο του και ακολουθεί τα μονοπάτια της Θεάς Άρτεμις, της ονειρεμένης εκείνης ύπαρξης πού κάποτε του δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσει...
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εθνος-Κυνήγι την 10/5/2006.