ΩΡΙΩΝ - Το Δίκτυο των Κυνηγών
Διαβούλευση σχεδίου νόμου για την ευζωία των ζώων συντροφιάς







Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δολοφονεί το κυνήγι
Ωρίων, το Δίκτυο των Κυνηγών
Ο πληγωμένος εγωισμός
Δημήτρης Χριστοδουλάκης


Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα τα Χριστούγεννα του 2004. Τότε ακόμα πίστευα ότι έχω τη δυνατότητα να πείσω την συμβία μου ότι το κυνήγι είναι μία ευχάριστη δραστηριότητα με την οποία θα άξιζε να ασχοληθεί κι' αυτή. Βρισκόμασταν σε ένα χωριό των Ιωαννίνων για διακοπές και ενώ εγώ κάθε πρωί ξέκλεβα κάποιες ώρες αναζητώντας τη βασίλισσα, η κοπέλα μου προτιμούσε να χουζουρεύει στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.

Κάποια ημέρα, με ρώτησε εάν θα είχα αντίρρηση να με συνοδέψει την επομένη στο πρωινό μου περίπατο. Συμφώνησα γεμάτος χαρά, καθότι γνώριζα ένα μέρος με ψιλά πουρνάρια, που κρατάει πολλά πουλιά αλλά είναι και εύκολο να κυνηγηθεί, αφού εμείς θα περπατούσαμε σε ένα άνετο διάδρομο ανάμεσα στα πουρνάρια, (ευγενική προσφορά των αμνοεριφίων της περιοχής), ενώ τη δύσκολη δουλειά θα αναλάμβαναν τα σκυλιά που θα έπρεπε να μπαίνουν στο πυκνό και να ξετρυπώνουν τα πουλιά. Εκείνη την εποχή, διέθετα ένα ενήλικο αρσενικό πόιντερ με ειδίκευση σε αυτά τα τερέν και μία θηλυκιά κουτάβα ποϊντερίνα που δεν είχε ακόμα ξεδιαλύνει στο μυαλό της το ρόλο της σε αυτό το είδος κυνηγιού.

Την επομένη, απαλλαγμένος από το άγχος του πρωινού ξυπνήματος και της κλέφτικης διαφυγής για τον κυνηγότοπο, δε χάλασα το χατίρι στην σύντροφό μου και έτσι πήραμε το πρωινό μαζί στο ξενοδοχείο. Πρέπει εδώ να ομολογήσω ότι αυτό το πρωινό ήταν πολύ καλύτερο από το παστέλι που έτρωγα εγώ τις προηγούμενες ημέρες. Και αφού περίμενα υπομονετικά τη δεσποσύνη να επιστρέψει στο δωμάτιο για να φορέσει τον ειδικά για τη περίσταση αγορασμένο από εμένα εξοπλισμό, κάποια στιγμή ξεκινήσαμε για τον κυνηγότοπο και η μόνη πια έγνοια μου ήταν να μη μας έχουν προλάβει άλλοι, τέτοια ώρα που πηγαίνουμε.

Ένα βάρος έφυγε από το στήθος μου , όταν δεν είδα άλλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο μέρος. Έβγαλα βιαστικά τα σκυλιά ετοιμάστηκα και ...για άλλη μία φορά, περίμενα υπομονετικά την αγαπημένη μου να φορέσει τα κόκκινα γάντια, το κόκκινο κασκόλ και το αντίστοιχου χρωματισμού σκουφάκι της που διάλεξε επίτηδες όπως μου είπε για να σπάσει η μονοτονία των ενδυμάτων που της αγόρασα! Όταν κάποια στιγμή ξεκινήσαμε, την είδα να παίρνει μαζί της και ένα μικρό καλαθάκι. Δε κατάλαβα εάν είχε σκοπό να μαζέψει λουλούδια και βατόμουρα ή εάν απλά ήθελε να παριστάνει τη κοκκινοσκουφίτσα. Προτίμησα πάντως να μη κάνω τον κακό λύκο και έτσι δε σχολίασα το γεγονός...

Λίγα λεπτά μετά, έβλεπα γεμάτος συγκίνηση, τον αγαπημένο μου σκύλο, να ματώνει τις σάρκες του οργώνοντας κυριολεκτικά τον πουρναρότοπο, ενώ η κουτάβα ακολουθώντας προφανώς τις συμβουλές της φιλενάδας της, προτίμησε να απολαύσει τον ήσυχο περίπατό της στο μονοπάτι.

Κάποια στιγμή, το μπίπερ του σκύλου, υποδηλώνει τη θέση φέρμας και αρχίζω να πλησιάζω, ενώ σε απόσταση ασφαλείας ακολουθούν οι δεσποινίδες. Την ώρα που προσπαθώ να πείσω τη κουτάβα να έρθει κοντά μου για να πάρει τη μυρωδιά του πουλιού, μία μπεκάτσα βγαίνει από το θάμνο χαμηλά βάζοντας γρήγορα εμπόδια ανάμεσά μας κι εγώ αδειάζω το δίκαννο χωρίς αποτέλεσμα. Πριν καταλάβω καλά-καλά τι έγινε, ένα δεύτερο πουλί, πετάγεται από το ίδιο σημείο, αυτή τη φορά όμως σαν ελικόπτερο, δίνοντάς μου καλή ευκαιρία για επιτυχημένη βολή και απομακρύνεται αφήνοντάς με να τη κοιτάω αποσβολωμένος κρατώντας το άδειο δίκαννο στα χέρια μου. «Πανέμορφο πουλί! Είδες πόσο όμορφα πέταγε;» ήταν τα λόγια της αγαπημένης μου την ώρα που η ποϊντερίνα έφτανε επιτέλους στο σημείο και έπαιρνε στάση φέρμας μπροστά στο άδειο πια πουρνάρι.

Δε περνάνε δέκα λεπτά όταν ο σκύλος φερμάρει ξανά, σε εύκολο αυτή τη φορά σημείο και εγώ πλησιάζω με τις δύο κοπελιές αργά και ήρεμα για να μη ταράξουμε το πουλί. Όλη αυτή την ώρα, έχω το δίκαννο σπασμένο στον ώμο μου, όπως και οι Γάλλοι στις ταινίες, κάνοντας επίδειξη ψυχραιμίας αλλά και ασφαλούς κυνηγετικής συμπεριφοράς. Όταν έχω πια πάρει τη θέση μου, κλείνω το όπλο και πετώ ένα πετραδάκι στο θάμνο, χωρίς να περιμένω να έρθει αυτή τη φορά η ποϊντερίνα που στο μεταξύ έχει εξαφανιστεί. Μία τεράστια μπεκάτσα πετάγεται τρομαγμένη, εγώ σηκώνω το όπλο, σημαδεύω και «ΚΛΙΚ»!!!

Θα ήθελα να ήξερα, σε αυτούς τους Φραντσέζους στις ταινίες, όταν περπατάνε με σπαστά τα δίκαννα, γιατί δε τους πέφτει ποτέ το φυσίγγι κάτω;... Στην αφελή ερώτηση της αγαπημένης μου, «πως και δε πυροβόλησα», προσπάθησα να αποφύγω την αλήθεια λέγοντας ότι προτίμησα να μη τουφεκίσω γιατί ξέρω ακριβώς που θα πάει το πουλί και έτσι θα δοθεί η ευκαιρία στο κουτάβι να κάνει τη πρώτη της φέρμα. Αυτό που δεν υπολόγισα είναι η επιμονή της να της υποδείξω το ακριβές σημείο που έχει κάτσει η μπεκάτσα. Τι να κάνω κι εγώ; Διάλεξα στη τύχη ένα θάμνο, της τον έδειξα και αρχίσαμε να βαδίζουμε κατά κει. Όταν φτάσαμε στο μέρος, χωρίς να περιμένω να έρθουν τα σκυλιά, της είπα να πάει απέναντι και να κάνει θόρυβο για να τρομάξει το πουλί και να πετάξει προς το μέρος μου. Έτσι κι έγινε και σαν από θαύμα ο θάμνος γέννησε ένα πουλί που πέταξε πράγματι προς τη μεριά μου την ώρα που εγώ σαστισμένος τουφεκούσα κάπου προς τη κατεύθυνση διαφυγής του. Οι επευφημίες της γλυκιάς μου για τις κυνηγετικές μου γνώσεις και τον τρόπο που κατάφερα να προβλέψω τις κινήσεις της μπεκάτσας, δεν ήταν αρκετές για να με ηρεμίσουν.

Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά τα ευτράπελα, τα σκυλιά ήταν κάπου χαμένα. Κάποια στιγμή κατάφερα να ακούσω το μπίπερ του σκύλου που βαθιά μέσα στα απροσπέλαστα πουρνάρια, φέρμαρε ένα πουλί. Καθίσαμε λοιπόν στο μονοπάτι παρακολουθώντας, ανήμποροι να αντιδράσουμε, το παιχνίδι ανάμεσα στο σκυλί και τη μπεκάτσα που εναλλάσσονταν ανάμεσα σε κουφοπετάγματα και αλλεπάλληλες φέρμες. Όταν κατάλαβα πλέον ότι το πουλί έχει πάρει ανοδική πορεία μακριά από εμάς, έχασα το ενδιαφέρον μου κι άρχισα να ψάχνω τη κουτάβα. Ξαφνικά ακούω τη κοπελιά να ξεφωνίζει: «εδώ - εδώ είναι η μικρούλα και φερμάρει, έλα γρήγορα». Με όλη μου τη δύναμη αρχίζω να τρέχω προς τις φωνές χωρίς να καταλάβω πως σκόνταψα, πως έπεσα πως έσκισα τη παλάμη μου και πως χαράχτηκε το κοντάκι του όπλου μου. Το μόνο που θυμάμαι καλά, είναι ο ήχος του πετάγματος της μπεκάτσας και τη σκύλα να περνάει σαν σίφουνας από μπροστά μου προσπαθώντας να τη κυνηγήσει...

Φαντάζομαι πως όταν η αγαπημένη μου με είδε σε αυτά τα χάλια ξαπλωμένο στο χώμα, με το αίμα να τρέχει στο ένα χέρι και κρατώντας με το άλλο, το γρατσουνισμένο όπλο μου, δε θα πρέπει να αισθάνθηκε και πολύ περήφανη για τον «πρίγκιπα» της, ωστόσο έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από τη τσέπη της και ενώ σκούπιζε στοργικά το ματωμένο χέρι, είπε χαμηλόφωνα: «πληγώθηκες αγάπη μου». Όχι εγώ, σκέφτηκα, ο εγωισμός μου πληγώθηκε, ο εγωισμός μου...

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εθνος-Κυνήγι την 24/5/2005.